Αν το υπέροχο φως αποτελεί το πρώτο αξιοθαύμαστο στοιχείο της Πορτογαλίας -όπως αναφέρω και στην εισαγωγή του άρθρου «Πορτογαλία, ένας τόπος ονείρου στο δυτικότερο άκρο της Ευρωπαϊκής ηπείρου»-, τότε η κονσερβοποίηση ψαριών είναι σίγουρα το δεύτερο, με την πρακτική αυτή, που ξεκίνησε επίσημα το 1824 στη Νάντη της Γαλλίας, να απογειώνεται κυριολεκτικά κατά τη δεκαετία του 1850 στην Πορτογαλία, οδηγώντας στην πραγματικότητα στην θεμελίωση μιας βιομηχανίας, που έχει επιβιώσει σε πολέμους και άλλες αντίξοες καταστάσεις και πυλώνες της οποίας υπήρξαν αφενός μεν οι άφθονες και άψογης ποιότητας σαρδέλες, αφετέρου δε η εκτεταμένη ακτογραμμή της χώρας και οι αρχαίες αλιευτικές παραδόσεις της. Μα, θα μου πείτε, για ποιες σαρδέλες μας μιλάς, ο μπακαλιάρος είναι το εθνικό ψάρι των Πορτογάλων! Σωστό, ωστόσο φίλοι μου, αν ταξιδέψετε στην Πορτογαλία, θα διαπιστώσετε γρήγορα ότι ακόμη περισσότερο από τον βασιλιά bacalhau -παστός μπακαλιάρος- ή το cavalinha -ένα είδος σκουμπριού-, η σαρδέλα είναι εκείνη που παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένη στην πολιτιστική και οικονομική ραχοκοκκαλιά της χώρας και αποτελεί τον πρωταγωνιστή της παραδοσιακής συντήρησης θαλασσινών ή με άλλα λόγια των conservas, των κονσερβών.

Για να ξαναπιάσουμε όμως το νήμα αυτής της ιστορίας από κει που το αφήσαμε, μέχρι το 1912 η Πορτογαλία -με την αρωγή και Γάλλων επιχειρηματιών- ήταν πια ο κορυφαίος παγκοσμίως εξαγωγέας κονσερβοποιημένων ψαριών, με τις σαρδέλες να κυριαρχούν στον τομέα των εξαγωγών, ακολουθούμενες από τον τόνο. Το 1925, με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο να κλιμακώνει την ανάγκη για συσκευασμένα και εύκολα μεταφερόμενα τρόφιμα, λειτουργούσαν περίπου 400 εργοστάσια κονσερβοποιίας, πολλά από τα οποία ωστόσο έκλεισαν, όταν μετά το τέλος και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι ανάγκες αυτές εξέλειπαν. Τις επόμενες δεκαετίες, η υπεραλίευση, οι συγκρούσεις στο εξωτερικό και η επανάσταση του 1974 επηρέασαν έτι περαιτέρω τον κλάδο, ο οποίος άρχισε να ανακάμπτει ελαφρά κατά τη δεκαετία του ’80, με το 90% της παραγωγής της χώρας να εξάγεται, δεδομένου ότι οι Πορτογάλοι είχαν στο μεταξύ κάπως αποστασιοποιηθεί από τις κονσερβοποιημένες σαρδέλες.

Το γεγονός ότι σήμερα στην Πορτογαλία, τα ψάρια σε κονσέρβα -ή και όχι- είναι τόσο δημοφιλή όσο τα μπιφτέκια στις Η.Π.Α. ή τα λουκάνικα bratwursts στη Γερμανία, οφείλεται στο ότι θεωρούνται συγχρόνως φαγητό των φτωχών, υγιεινό fast food, αλλά και gourmet προϊόν. Διατροφολόγοι, chefs και καταναλωτές συνειδητοποίησαν ότι επρόκειτο για κάτι περισσότερο από οικονομικά προσιτή πηγή θαλασσινών, καθώς ήταν επίσης νόστιμα από μόνα τους, φτιαγμένα με ψάρια υψηλής ποιότητας και πολλές φορές συσκευασμένα σε κονσέρβες με το χέρι. Ένας ακόμα προφανής -αν όχι ο ισχυρότερος- παράγοντας για την έκρηξη αυτή της κονσερβοποίησης σαρδέλας, υπήρξε η άνθηση του τουρισμού και το γεγονός ότι οι επισκέπτες της χώρας αναζητούν ως souvenir αντικείμενα με παραδοσιακή πορτογαλική ταυτότητα.

Σήμερα, η κονσερβοποιημένη σαρδέλα υποστηρίζεται από τους ηγέτες της βιομηχανίας τροφίμων και αξιοποιείται με χιλιάδες τρόπους από τη νέα γενιά εστιατορίων και café, που προωθούν την τοπική κουζίνα, δεδομένου ότι γνωρίζουμε πλέον πως τα ψάρια και το ελαιόλαδο μειώνουν τη χοληστερόλη, τα κονσερβοκούτια κατασκευάζονται από βερνικωμένο αλουμίνιο και, με τη βοήθεια των τεράστιων βιομηχανικών ψυγείων, τα εργοστάσια μπορούν να λειτουργούν σε τακτική βάση, χωρίς να εξαρτώνται από το πόσο τυχεροί είναι οι ψαράδες με τα αλιεύματά τους. Τα παλιά σχέδια κουτιών εκτίθενται μαζί με νέα σε παντοπωλεία και καταστήματα με souvenir. Οι τουρίστες αγοράζουν κονσέρβες σχεδόν με την συχνότητα που αγοράζουν καρτ ποστάλ, παίρνοντας μαζί τους όχι μόνο την εικόνα αλλά και λίγη από την πορτογαλική γεύση, κλεισμένη σε εντυπωσιακές vintage συσκευασίες, με ιδιότροπες εικονογραφήσεις ικανές να τραβήξουν την προσοχή και του πιο δύσπιστου καταναλωτή. Τα κουτάκια περιέχουν -εκτός από σαρδέλα– τόνο, καλαμάρι, σκουμπρί, χέλι, αχιβάδα, αυγά ψαριού, σαφρίδι, μπακαλιάρο και γαύρο, που συσκευάζονται σε άλμη, ελαιόλαδο, ντομάτα, λεμόνι και καυτερές πικάντικες σάλτσες.


Στην Πλατεία του Εμπορίου (Praça do Comércio), από τις γνωστότερες και κεντρικότερες της Λισαβόνας, θα έχετε την ευκαιρία να απολαύσετε την πανοραμική θέα τόσο της ίδιας της πλατείας από την κορυφή της εντυπωσιακής Αψίδας της Rua Augusta (Arco da Rua Augusta), όσο και την μοναδική θέα του Τάγου και της πόλης, που απλώνεται στα πόδια σας σαν πίνακας ζωγραφισμένος με το κεραμιδί από τις στέγες της και τα απαλά χρώματα από τα εξωτερικά κελύφη των κτηρίων. Εδώ θα βρείτε πάμπολλα café και εστιατόρια για ξεκούραση και γευστικές αναζητήσεις, μεταξύ των οποίων το CAN the CAN, ένας από τους χαρακτηριστικότερους χώρους εστίασης της πορτογαλικής πρωτεύουσας, όπου οι κονσέρβες μετατρέπονται σε gourmet πιάτα. Με δεδομένη την αγάπη των Πορτογάλων για θαλασσινά και ψάρια γενικότερα -διατείνονται ότι χρησιμοποιούν περισσότερες από 365 συνταγές, για να μαγειρέψουν τον «εθνικό» τους μπακαλιάρο (bacalhau)– και με μεγάλη αδυναμία στα ψάρια σε κονσέρβα, πάνω στην οποία στηρίζεται μια ολόκληρη βιομηχανία, όπως ήδη είδαμε, δεν θα μπορούσαν να μην τιμούν όπως του αξίζει το εμβληματικό αυτό εστιατόριο, το οποίο παίρνει τα κονσερβοποιημένα τρόφιμα πιο σοβαρά από οποιοδήποτε άλλο μέρος, όπως άλλωστε και η ίδια η Λισαβόνα και η Πορτογαλία ευρύτερα.


Εδώ λοιπόν, στις παρυφές της τεράστιας πλατείας Terreiro do Paço της Λισαβόνας, τα πορτογαλικά κονσερβοποιημένα προϊόντα παντρεύονται καθημερινά με φρέσκα τοπικά τρόφιμα και από κοινού μετουσιώνονται σε πιάτα μοναδικής νοστιμιάς, που χτίζουν μια νέα αντίληψη για την μεσογειακή, δημιουργική κουζίνα.



Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα χρονολόγιο με γεγονότα από τον χώρο της τέχνης και της γαστρονομίας ανά τους αιώνες, με αναφορά στα πιο εντυπωσιακά εξ αυτών, προ(σ)καλώντας τον αναγνώστη να εμβαθύνει σε κάθε ένα ξεχωριστά.







Ο κόσμος που συχνάζει εδώ περιλαμβάνει από καλά διαβασμένους ταξιδιώτες, που αναζητούν αυτό το μοναδικό στο είδος του εστιατόριο, προκειμένου να δοκιμάσουν κάτι καινούριο και διαφορετικό, μέχρι ανήσυχους καλοφαγάδες και chefs, που αναζητούν επίμονα το πρωτοποριακό και αναπάντεχο στην γεύση.




Το CΑΝ the CΑΝ αποτίει φόρο τιμής στην διάσημη βιομηχανία κονσερβοποιίας της Πορτογαλίας, που ξεκίνησε το 1854, αλλά και στην κουζίνα του Ατλαντικού, αποτελεί δε τον ιδανικό χώρο για οτιδήποτε γίνεται εκτός σπιτιού, από ένα απλό γεύμα για δύο, μέχρι ένα πολυπρόσωπο δείπνο γενεθλίων. Το φαγητό συνοδεύεται με sangria και cocktails, πού βρίσκονται στην κορυφή της λίστας ποτών του εστιατορίου, ενώ υπάρχει πάντα η δυνατότητα επιλογής μιας τοπικής craft μπύρας, ενός φυσικού χυμού και φυσικά κρασιού port, του διάσημου πορτογαλικού οίνου από την περιοχή του ειδυλλιακού Porto, στα βόρεια της χώρας.

Copyright ©Katerina Marinaki. All Rights Reserverd. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της κατόχου του Κατερίνας Μαρινάκη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Σχολιάστε