Οι Σκάλες τ’ Αμπελιού και του Βαρσάμου, οι λαχανόκηποι της Άνω Μεριάς Φολεγάνδρου


                                         ©Κατερίνα Μαρινάκη – MSc Λαογράφος ΕΚΠΑ

Το παρόν άρθρο αποτελεί συρραφή κειμένων τόσο από το βιβλίο μου με τίτλο «Άνω Μεριά Φολεγάνδρου: Οικιστική και Βιοτική Οργάνωση», που εκδόθηκε το 1992, όσο και από σχετικού περιεχομένου εργασίες μου, που εκπονήθηκαν κατά τη διάρκεια της φοίτησής μου στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Λαογραφίας, του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σκάλες στο Βάρσαμο.

«Εις πάντας σχεδόν τους μυχούς των όρμων της Φολεγάνδρου ρέουσιν ύδατα, έτι δε και εν άλλαις παραλίαις θέσεσιν […]. ούτως εν τω δυτικώ τμήματι, εις Λειβαδάκι, Συκιά, Μάρμαρον, Γαλήφος, Κάστελλος, Βάλσαμο, Αμπέλι, Κυπαρίσσι, Αλατσαριά, Γαλανού, Άγιος Γεώργιος, Σιφνέικα, Σερφιώτικο, Σίλακα, Λιζάρδος και Κατεργάκι. Λαχανόκηποι υπάρχουσιν εν ταις θέσεσι Πλάκα, Χαλκιά, Λιζάρδον, Αμπέλι και Βάλσαμον, παράγοντες άφθονα λαχανικά, ήτοι χρυσόμηλα (ντομάτες), μελιτζάνας, λαθυρίδας (μπάμιες), κολοκύνθας, πιπερέας κτλ.». Αυτά καταγράφει ο Αλκιβιάδης Χαρίλαος στο βιβλίο του «Η Νήσος Φολέγανδρος», που εκδόθηκε το 1888, ενώ μόλις δύο χρόνια νωρίτερα, το 1886, ο Ζαφείριος Δ. Γαβαλάς, σημειώνει στο ομότιτλο βιβλίο του «Η νήσος Φολέγανδρος»: «Εις πάντας σχεδόν τους μυχούς των όρμων της Φολεγάνδρου ρέουσιν ύδατα, έτι δε και εν άλλαις παραλίαις θέσεσιν […]. Των πλείστων τούτων το ύδωρ είνε ολίγον, ώστε δεν δύνανται οι κάτοικοι να το χρησιμοποιήσωσιν εις άρδευσιν κήπων. Ολίγοι μόνον λαχανόκηποι υπάρχουσιν εν ταις θέσεσι Πηγάδι, Πλάκα, και Χαλκηά, και παρά τοις μυχοίς των όρμων Αμπέλι, και Βάλσαμο, έτι δε παρά το ακρωτήριον Κυπαρίσσι».

Εργασίες σε σκάλα στο Αμπέλι, δεκαετία 1960. Από αριστερά: Φραζεσκίνα Ελ. Μαρινάκη, Κατερίνα Τρέτση – Παπαδοπούλου, Ελευθέριος Γεωρ. Μαρινάκης, Απόστολος Ζ. Ψαρομήλιγκος, Μαρία Απ. Ψαρομηλίγκου.

Οι μικροί αυτοί λαχανόκηποι δεν είναι άλλοι από τις γνωστές σήμερα «σκάλες», που εξακολουθούν να βρίσκονται στις ίδιες αυτές τοποθεσίες της Άνω Μεριάς, όπου και κατεγράφησαν από τους προαναφερθέντες συγγραφείς πριν από σχεδόν ενάμιση αιώνα. Κάθε ανωμερίτικη οικογένεια έπρεπε απαραιτήτως να διαθέτει τη σκάλα της προκειμένου να εξασφαλίσει την κάλυψη των αναγκών της σε εποχικά λαχανικά και όχι μόνο. Ανάλογα, λοιπόν, με την εποχή ο επισκέπτης της σκάλας μπορούσε να την δει φυτεμένη με ντομάτες, πατάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, φασολάκια, κρομμύδια, κουνουπίδια, «κουβαρωτά» (δηλ. λάχανα), μπάμιες, μαρούλια, κίτρινες κολοκύθες και βεβαίως νεροκολοκύθες, τα γνωστά στο φολεγανδρίτικο ιδίωμα φλασκιά και κρατούνια. Το πόσο σημαντικές ήταν αυτές οι νεροκολοκύθες στην καθημερινή ζωή των Φολεγανδρίων, αποδεικνύεται από την ευρύτητα, αλλά και την ευρηματικότητα της χρήσης τους, που τις μετέτρεπε σε δοχεία μεταφοράς νερού (παγούρια) ή άλλων υγρών, καθώς επίσης και σε κατσαρολάκια, κύπελα (ποτήρια) ή και σε σκεύη αποθήκευσης μικρόκαρπων προϊόντων, όπως οι ελιές. Η ελαφρότητα και η ταυτόχρονη ανθεκτικότητα του ξυλώδους κελύφους των διαφόρων ειδών νεροκολοκύθας ευθύνεται κυρίως για τη δημοφιλία τους αυτή, την οποία κατάφερε να εκτοπίσει μόνο η έλευση του πλαστικού. Τέλος, στη σκάλα της η κάθε οικογένεια φύτευε και από μία ρίζα διαφόρων οπωροφόρων δένδρων: μια κυδωνιά, μια ροδιά, μια ροδακινιά, μια αμυγδαλιά… Απ’ όλα κι από λίγο, αυτή ήταν η φιλοσοφία του Φολεγανδρίτη, που του την επέβαλε ο ίδιος ο τόπος!

Kολοκύθες σε απανωμερίτικη αυλή.

Οι σκάλες της Απάνω Μεριάς ήταν -και χρησιμοποιούμε παρελθοντικό χρόνο γιατί στην πλειονότητά τους είναι πλέον εγκαταλελειμμένες- μικροσκοπικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις λίγων τετραγωνικών, περιφραγμένες με τοίχους, για να ξεχωρίζουν οι ιδιοκτησίες και τοποθετημένες η μία δίπλα στην άλλη σχηματίζοντας σειρές. Η διάταξη των σειρών αυτών ήταν κλιμακωτή -προκειμένου να αξιοποιηθεί η κλίση του εδάφους- θυμίζοντας τεράστια σκαλοπάτια, «σκάλες», εξ ου άλλωστε και οι ονομασί τους. Το πόσο σημαντική ήταν η σκάλα για την ανωμερίτικη οικογένεια αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όχι μόνον ο τοίχος που την περιέβαλε ήταν αρκετά ψηλός, ώστε να την προστατεύει από τον αέρα και τα αδιάκριτα βλέμματα, αλλά διέθετε και πόρτα ώστε να καταδεικνύεται ακόμα περισσότερο η ιδιωτικότητα και το απροσπέλαστο του χώρου.

Σκάλα όπου διακρίνεται τόσο ο τοίχος όσο και το πορτάκι της.

Οι σκάλες που βρίσκονταν στα υψηλότερα επίπεδα διέθεταν, συνήθως, δικό τους πηγάδι για την άρδευσή τους. Αυτές όμως που βρίσκονταν χαμηλότερα εκμεταλλεύονταν το νερό του πηγαδιού της περιοχής, το οποίο ήταν «βρυσικό», όπως ονομάζουν οι ντόπιοι το νερό που αναβλύζει μόνο του από τη γη. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο κυριότερος λόγος, που οι σκάλες δημιουργήθηκαν εκεί και όχι κάπου αλλού. Η αφθονία του νερού ήταν σημαντική συγκρινόμενη πάντοτε με τα δεδομένα του ίδιου του νησιού, το οποίο διαχρονικά χαρακτηρίζεται από ανομβρία και έλλειψη τρεχούμενων υδάτων. Η σχετική αυτή αφθονία αποτυπώνεται και στο τοπωνύμιο Βάλσαμος ή Βάρσαμος, μιας και η θέα του πράσινου και του νερού δημιουργεί πάντοτε αγαλλίαση (βάλσαμο) στην ανθρώπινη ψυχή. Γύρω από το εν λόγω πηγάδι, το οποίο περιέβαλαν οι σκάλες, βρισκόταν μια «χαβούζα», μια μεγάλη ανοιχτή στέρνα, ονομασία η οποία προφανώς παραπέμπει στην τουρκική λέξη havuz, που σημαίνει πισίνα. Μόλις το πηγάδι γέμιζε αυτός που ήθελε να ποτίσει τη σκάλα του, «ξαγκλούσε» το νερό του, δηλαδή με μία «σύγκλα» (=ένα μεταλλικό δοχείο δεμένο με σχοινί) το τραβούσε -το «ανέσυρνε» όπως λένε στην Φολέγανδρο- και το έριχνε στην ανοιχτή «χαβούζα» μέχρι να τη γεμίσει. Σε ορισμένες τοποθεσίες, όπως στο Βάρσαμο, το νερό ανέβρυζε απευθείας μέσα στην «χαβούζα», η οποία σε κάθε περίπτωση συνδεόταν με τις σκάλες χάρη σ’ ένα πολύπλοκο σύστημα αυλακιών. Η τοποθέτηση μικρών πετρών, μπηγμένων κάθετα στο έδαφος, λειτουργούσε ως μικροσκοπικό ανασχετικό φράγμα και οδηγούσε το νερό προς μία συγκεκριμένη σκάλα, μη αφήνοντάς το να διαχυθεί προς λάθος κατευθύνσεις. Το κεντρικό αυλάκι κάθε σκάλας διακλαδιζόταν σε πολλά μικρότερα και ο έμπειρος ιδιοκτήτης της δεν είχε παρά να τοποθετήσει τις πέτρες-φράγματα με τέτοιο τρόπο, ώστε το νερό να φθάσει και να ποτίσει και την τελευταία άκρη του μικροσκοπικού κήπου του, της μοναδικής ποτιστικής έκτασης που διέθετε η κάθε οικογένεια.

Ποτιστικό αυλάκι με το μικροσκοπικό ανασχετικό φράγμα, που οδηγεί το νερό στην επιθυμητή κατεύθυνση. Πλέον μπορεί να μην είναι πέτρα, όπως παλαιότερα, αλλά άλλο παρόμοιο αντικείμενο.

Γίνεται απόλυτα κατανοητό απ’ όσα προαναφέρθησαν, ότι το λιγοστό «βρυσικό» νερό του κάθε πηγαδιού εξαντλούνταν σχεδόν με το πότισμα μιας και μόνης σκάλας. Για το λόγο αυτό ο κάθε αγρότης έπρεπε να πάει για πότισμα όσο πιο νωρίς μπορούσε, πολλές φορές αξημέρωτα ακόμα, ώστε να είναι ο πρώτος και να βρει μπόλικο νερό για τη δουλειά του. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι στις περιοχές αυτές, όπου αφθονούσε το πολύτιμο νερό, σύχναζαν -σε ποσοστό κατακόρυφα υψηλότερο απ’ ότι στις υπόλοιπες περιοχές του νησιού- φανταστικά πλάσματα, όπως οι «ανεραΐδες» και τα «δουλιατά». Πέτρες που κατρακυλούν ανεξήγητα στις πλαγιές, άγνωστα μαύρα ζώα που ξεπηδούν από το πουθενά, πανέμορφες κοπέλες με μακριά φουστάνια και λυτά μαλλιά που χορεύουν γύρω από το πηγάδι, άλογα με πόδια ψηλά που φτάνουν στον ουρανό, ακόμα και φωνές ή ψαλμοί που ακούγονται στη σιγαλιά της νύχτας. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα σκαρφίζονταν και διέδιδαν οι πιο θαρραλέοι και καπάτσοι του χωριού, κάνοντας τους πιο φοβητσιάρηδες να τρέμουν από το φόβο τους και να ξεκινούν για πότισμα όταν ο ήλιος «είχενε ανέβει πια ένα μπόϊ», αφήνοντας τους ατρόμητους να κάνουν ήσυχοι τη δουλειά τους!

Γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία για την περιοχή του Β.Δ. άκρου της Φολεγάνδρου

Πανοραμική άποψη της πανέμορφης αυτής πλευράς του νησιού.

Α. Γεωγραφικά Στοιχεία

Φθάνοντας στα Τρίστρατα -στο δυτικό άκρο του χωριού της Άνω Μεριάς- και ακολουθώντας τον αγροτικό δρόμο, που ξεκινάει από δω, δεν θα χρειαστούμε παραπάνω από 5-6 λεπτά για να φτάσουμε σε μια διακλάδωση. Όπως μας πληροφορούν και οι πινακίδες, ο δρόμος προς τ’ αριστερά οδηγεί στο Λειβαδάκι, ενώ ο δρόμος προς τα δεξιά στο Αμπέλι. Δεν προλαβαίνουμε να περπατήσουμε παρά λίγα μόνο μέτρα, ακολουθώντας το δεξί σκέλος αυτής της διχάλας, όταν ένα νέο δίλημμα εμφανίζεται. Δύο καινούριοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά μας! Το δεξί παρακλάδι, με κατεύθυνση προς τα βορειοδυτικά, θα οδηγήσει τα βήματά μας ως το εξωκκλήσι της Χρυσοπηγής, όπως ονομάζουν οι ντόπιοι την Ζωοδόχο Πηγή, που γιορτάζει την Παρασκευή μετά το Πάσχα. Η θέα που θα απολαύσουμε τόσο προς τη βορινή, όσο και προς τη νοτινή πλευρά του νησιού, θα μας αποζημιώσουν για την όποια κούραση μπορεί να νιώθουμε. Όλη αυτή η περιοχή, το βορειοδυτικό δηλαδή άκρο του νησιού, είναι πραγματικά από τις ομορφότερες τοποθεσίες του. Μπορούμε ήδη να το διαπιστώσουμε, καθώς, περπατώντας προς τη Χρυσοπηγή, απολαμβάνουμε τη θάλασσα του νοτιά, να δημιουργεί ένα υπέροχο θαλασσί φόντο, πάνω στο οποίο αναδεικνύονται τέλεια, τα τεράστια σκαλοπάτια καλλιεργήσιμης γης, που κατρακυλούν από τον λόφο των Αγίων Αναργύρων, ως το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα κι από κει ακόμα πιο κάτω, για να συναντήσουν την παραλία του Αμπελιού και πιο δυτικά για να ακουμπήσουν τον Βάρσαμο και τον Κάβο, το βορειοδυτικότερο σημείο του νησιού, που αγναντεύει τη Μήλο και την Κίμωλο. Η θάλασσα προς τη νότια πλευρά, είναι σχεδόν πάντα γαλήνια, μιας και το ίδιο το νησί, με το βραχώδες ανάστημά του, εμποδίζει τον μανιασμένο βοριά, να ταράξει τη γαλήνη αυτής της περιοχής. Το τοπίο γίνεται μαγευτικό, ονειρικό θα λέγαμε, την ώρα του δειλινού. Ο ήλιος πέφτει κυριολεκτικά στη θάλασσα και πριν χαθεί, βάφει τα πάντα χρυσά, τις εξοχές, τα πέτρινα καλντερίμια, το εκκλησάκι του Άη-Παντελέμονα -όπως τον αποκαλούν οι ντόπιοι-, τα νωχελικά κότερα με τα ολόλευκα πανάκια, αλλά και την ίδια τη θάλασσα, που γεμίζει «ηλιαδάκια», τις ολόχρυσες αντανακλάσεις του ηλίου στον υδάτινο καθρέφτη της επιφάνειάς της. Βέβαια πρέπει να τονίσουμε, ότι ο αγροτικός αυτός δρόμος, πάνω στον οποίο κινούμαστε, δεν είναι σημαντικός μόνο για την απίθανη φυσική ομορφιά της περιοχής που διασχίζει, αλλά και για το γεγονός ότι αποτελεί πραγματικό κόμβο μονοπατιών, που ξεκινούν -ή καταλήγουν αν θέλετε- από δω, για να μας οδηγήσουν σε όλες τις παραλίες του άκρου αυτού της Φολεγάνδρου, αλλά και στις αγροτικές ιδιοκτησίες της περιοχής. Αμέσως μετά την εκκλησία της Χρυσοπηγής το μονοπάτι, που πλέον έχει μετατραπεί σε αμαξιτό χωματόδρομο, κατηφορίζει νοτιοδυτικά και οδηγεί στο Βάρσαμο κι από κει στο Αμπέλι, ενώ ένα ακόμα, ξεκινά από το ίδιο σχεδόν σημείο, κατευθύνεται δυτικά και μας φέρνει στον Κάβο, που αποτελεί το βορειοδυτικότερο ακρωτήριο του νησιού.

Το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα λουσμένο στο χρυσό φως του δειλινού.

Το μονοπάτι του Άη-Παντελέμονα –περισσότερα για το ξωκλήσι στο σχετικό άρθρο μας– ξεκινάει, όπως θα θυμάστε, ακριβώς στο σημείο που ξεκινάει και ο δρόμος της Χρυσοπηγής, δημιουργώντας μαζί του μια διχάλα. Πρέπει εδώ να αναφέρουμε, ότι και στους δύο αυτούς αγροτικούς δρόμους έχουν πραγματοποιηθεί έργα οδοποιίας έτσι ώστε να διευκολυνθεί -ή για πρώτη φορά να επιτευχθεί- και η διέλευση οχημάτων. Στον δρόμο της Χρυσοπηγής τα έργα διαπλάτυνσης επιτρέπουν πλέον την πρόσβαση με αυτοκίνητο τόσο στον Άη-Γιώργη και τη Λυγαριά όσο και στο Αμπέλι και το Βάρσαμο, ενώ στο δρόμο του Άη-Παντελέμονα, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από καλοδιατηρημένο καλντερίμι, έχουν επίσης γίνει τσιμεντροστρώσεις και διαπλατύνσεις.

Παραλία Αμπέλι.

Στεκόμαστε στην αρχή του καλντεριμιού. Η ευρύτερη περιοχή, μέχρι και το σημείο που τελειώνει το χωριό ονομάζεται Φρατζέσκος. Απολαμβάνουμε τη θέα, στην οποία δεσπόζει το κατάλευκο εκκλησάκι του Άη-Παντελέμονα. Λίγες φραγκοσυκιές και χωράφια με «καλοκαιρνά», δηλαδή καλοκαιρινές άνυδρες καλλιέργειες, δίνουν τις μοναδικές πράσινες πινελιές στο, κλασσικό, ξερό, νησιώτικο τοπίο. Τα φλάμπουρα στέκονται ακίνητα στη μέση των σπαρμένων χωραφιών, για το φόβο των πετεινών τ’ ουρανού, ενώ κάποιοι αγρότες καβάλα στα γαϊδουράκια τους, κινούνται αργά, χωρίς βιασύνη, για τις καθημερινές τους δουλειές, ώσπου χάνονται και πάλι σε κάποια στροφή του δρόμου. Απόλυτη γαλήνη και ηρεμία κι ένα αίσθημα πληρότητας μας πλημμυρίζει. Σε λίγο φτάνουμε στην ευρύχωρη αυλή του Άη-Παντελέμονα. Είναι πλακόστρωτη, περιτριγυρισμένη με πέτρινα πεζούλια κι έναν μεγάλο ευκάλυπτο, που μας προσκαλεί να ξαποστάσουμε στη σκιά του. Παλιότερα στη θέση αυτής της εκκλησούλας, με την γνήσια νησιώτικη αρχιτεκτονική, έστεκε ένα απλό εικονοστάσι. Όμως, το 1838 και μετά από επανειλημμένες εμφανίσεις του Αγίου στον ύπνο κάποιου ηλικιωμένου, οι Απανωμερίτες αποφάσισαν να κτίσουν τη σημερινή εκκλησία. Τα όποια προβλήματα παρουσιάστηκαν, λύθηκαν με τρόπο θαυματουργικό. Η πέτρα που αποτελεί την Αγία Τράπεζα βρέθηκε σε παρακείμενο χωράφι, ενώ νερό εντοπίστηκε σε γειτονική λαγκαδιά, ακριβώς κάτω από το ναό, λύνοντας κι αυτό το μεγάλο πρόβλημα. Όσο για τα πωριά, δηλαδή τους πωρόλιθους, που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή της καμάρας στην σκεπή, έφτασαν στη Φολέγανδρο από την Κίμωλο, με καράβι που είχε προορισμό την Κύπρο, αλλά λόγω κακοκαιρίας, προσάραξε στις δυτικές ακτές του νησιού, κοντά στο σημείο δηλαδή που χτιζόταν η εκκλησία. Στο εσωτερικό του ναού θα δείτε ενδιαφέρουσες εικόνες και θα διαβάσετε κατατοπιστικές επιγραφές, τόσο επάνω στις εικόνες, όσο και στην μαρμάρινη πλάκα, που είναι εντοιχισμένη στον αυλόγυρο.

Βάρσαμος.

Αφήνοντας πίσω μας τον Άγιο Παντελεήμονα, περπατάμε για λίγο σε χωματόδρομο, ώσπου φτάνουμε σε διακλάδωση που και οι δύο κατευθύνσεις της οδηγούν τελικά στην παραλία Αμπέλι. Το σημείο της διακλάδωσης ονομάζεται Γλύστρες, από την ύπαρξη μεγάλης γλυστερής πέτρας. Ακολουθώντας το μονοπάτι δεξιά μας, με κατεύθυνση Δ-ΝΔ, φτάνουμε στην αρχή της λαγκαδιάς, του ποταμού του Αμπελιού. Εδώ υπάρχει ένα πηγάδι, με νερό βρυσικό (που αναβλύζει από τη γη), το οποίο περιβάλλεται από μεγάλη ανοιχτή στέρνα, τη χαβούζα. Η περιοχή αυτή είχε παλιότερα άφθονα τρεχούμενα νερά κι είχε έτσι δημιουργηθεί ένας σπάνιος, για τα δεδομένα του νησιού, υδροβιότοπος. Βρούλα -τα γνωστά βούρλα- και καλάμια, αρμυρίκια και αμέτρητα βατραχάκια, δημιουργούσαν μια εικόνα ανείπωτης ομορφιάς, που σήμερα κινδυνεύει να χαθεί, λόγω έλλειψης του ζωτικότερου στοιχείου της, του νερού. Δυστυχώς, η εξαφάνιση του νερού απ’ όλες σχεδόν τις ρεματιές που οδηγούν στις παραλίες του νησιού, τους γνωστούς ποταμούς, έχει επιφέρει αλλοιώσεις όχι μόνο στα μικρά μα και σημαντικά συγχρόνως οικοσυστήματά τους, αλλά και στην φυσική ομορφιά τους. Άλλωστε οι ποταμοί, ονομάστηκαν έτσι από τα άφθονα -για τα δεδομένα πάντα του νησιού- νερά τους.

Βατραχάκι σε «λάκκα» με νερό στο Αμπέλι.

Παρ’ όλα αυτά το Αμπέλι εξακολουθεί να αποτελεί την περιοχή, που κυρίως φιλοξενεί τους μοναδικούς, ποτιστικούς κήπους που διαθέτουν οι Απανωμερίτες, τις σκάλες, που υπάρχουν επίσης στα Σύλακα, καθώς και στο Βάρσαμο, που βρίσκεται δυτικότερα, δίπλα στο Αμπέλι. Διασχίζοντας τον ποταμό του Αμπελιού, που έχει μήκος γύρω στα 200 μέτρα και με τις σκάλες δεξιά και αριστερά μας, σύντομα φτάνουμε στο τέλος του, που το σηματοδοτούν τα πηγαδάκια, ανοιχτές γούρνες που χρησίμευαν κυρίως για το πότισμα των ζώων.  Εδώ ακριβώς καταλήγει και το αριστερό μονοπάτι, το οποίο επίσης ξεκινά από τις Γλύστρες και ονομάζεται δρόμος της Παριανής, από μια τεράστια, παριανής ποικιλίας συκιά, που υπήρχε παλιότερα σε χωράφι δίπλα στο δρόμο. Αμέσως μετά τα πηγαδάκια, φτάνουμε στην παραλία του Αμπελιού στο βάθος του ομώνυμου όρμου. Είναι περιορισμένης έκτασης, στρωμένη με ψιλό βοτσαλάκι και μια από τις ωραιότερες του νησιού. Προστατευμένη καθώς είναι από τα καλοκαιρινά μελτέμια και εύκολα προσβάσιμη με τα δρομολόγια των καϊκιών από Καραβοστάση και Αγκάλη, συγκεντρώνει αρκετό κόσμο, που μένει ως αργά το απόγευμα, μιας και ο ήλιος τη λούζει ως την ώρα της δύσης του. Όπως και όλες οι άλλες απανωμερίτικες παραλίες, πλην της Αγκάλης και του Άη-Νικόλα, δεν προσφέρει κανενός είδους εξυπηρέτηση, γι’ αυτό πρέπει να φροντίσουμε για νερό, πρόχειρο φαγητό και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαστούμε. Δεξιά, πάνω από την παραλία και με κατεύθυνση προς τα δυτικά, ο δρόμος (που ξεκινάει όπως είδαμε από την Χρυσοπηγή και καταλήγει στα πηγαδάκια του Αμπελιού) οδηγεί στον Βάρσαμο, ο οποίος πήρε το όνομά του από τα πολλά νερά του (βάλσαμο). Η βραχώδης ακτή είναι αρκετά ομαλή, ώστε να επιτρέπει το κολύμπι. Υπάρχουν κι εδώ σκάλες, όπως προείπαμε και μια χαβούζα για το πότισμα, στην οποία αναβρύζει απευθείας το νερό, δεν υπάρχει δηλαδή πηγάδι.

Τα πηγαδάκια του Αμπελιού. Εδώ, ζούσαν μικρά μαύρα κοχυλάκια του γλυκού νερού, που στο τοπικό ιδίωμα ονομάζονται «ζουλάκια».

Β. Ιστορικά Στοιχεία

1. Την Πρωτοχρονιά του 1943, με σκηνικό ακριβώς την περιοχή αυτή του Β.Δ. άκρου της Φολεγάνδρου, συνέβη ένα περιστατικό που απασχόλησε την κοινωνία του νησιού για μεγάλο διάστημα και δίχως άλλο αποτέλεσε ένα σημαντικό -ίσως το πιο ενδιαφέρον- γεγονός για το νησί, κατά τα χρόνια του πολέμου. Πρόκειται για την προσάραξη του μεγάλου, για την εποχή του, φορτηγού πλοίου EROS, σουηδικής πλοιοκτησίας, με σουηδικό πλήρωμα, το οποίο είχε ναυπηγηθεί το 1941 στο Helsingborg της Δανίας. Από τότε και μέχρι την δεκαετία του 1960, όταν επιχειρήθηκε η τμηματική ανέλκυση του ναυαγίου, το όλο  θέμα αποτελούσε αντικείμενο “επιχειρήσεων”, αλλά και συζητήσεων μεταξύ των ψαράδων και άλλων Ανωμεριτών. Αντικείμενα από το EROS απαντώνται ακόμα και σήμερα, άλλοτε αφημένα σε αυλές και άλλοτε εντοιχισμένα στα ίδια τα σπίτια του νησιού. Το M.S EROS βρισκόταν στην υπηρεσία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και μετέφερε αραβόσιτο από τον Καναδά στην Ελλάδα. Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στην εξαιρετική μελέτη «Το ναυάγιο του EROS στη Φολέγανδρο», του συμπατριώτη μας Ηλία Θεοδωρόπουλου.

Το M.S. EROS το 1941.

2. Ένα παρόμοιο συμβάν διαδραματίζεται και πάλι στο βορειοδυτικότερο άκρο του νησιού και συγκεκριμένα στη βόρεια πλευρά του ακρωτηρίου Κάβος ή Κυπαρίσσι, όπου και ναυάγησε το πλοίο «Μαστρο-Λιάς» (Ιανουάριος 1966). Και από το ναυάγιο αυτό όλοι οι Ανωμερίτες πήραν ότι μπόρεσαν, με πολλά από τα αντικείμενα αυτά, όπως καθρέφτες, σερβίτσια, έπιπλα κ.λπ. να εντοπίζονται ακόμα και σήμερα στα σπίτια του χωριού. Οι άνδρες ήταν αυτοί που πήγαν κοντά στο πλοίο, ενώ οι γυναίκες τούς κοίταζαν ψηλά από τα βράχια, γιατί η περιοχή είναι δυσπρόσιτη. Υπάρχει μάλιστα και μία ρίμα του γνωστού Ανωμερίτη ριμαδόρου Εμμανουήλ Σιδερή ή Ρολογά, η οποία παρουσιάζει τις οδηγίες που μια γυναίκα έδινε από ψηλά, στον σύζυγό της, ο οποίος είχε κατέβει στον τόπο του ναυαγίου. Πρόκειται για την Δέσποινα Γεωρ. Μαρινάκη και τον αείμνηστο σύζυγό της Γεώργιο Δημ. Μαρινάκη (Γκοζέτα).

«Ου! Γιώργη μη ματζεύγεις αυτές τσι μύτες – μύτες,                                                                  

μόνου βρες καμιά σανίδα (γ)καλή να βάνομε τσι πίτες»!

Από το ναυάγιο του πλοίου «Μαστρο-Λιάς» τον Ιανουάριο του 1966. Φωτογραφικό αρχείο του αείμνηστου πρώην Προέδρου Άνω Μεριάς Φολεγάνδρου Μιχαήλ Δεκαβάλλα.

Copyright ©Katerina Marinaki. All Rights Reserverd. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση ή η αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική- του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της κατόχου του Κατερίνας Μαρινάκη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.

Επιστροφή

Το μήνυμά σας έχει σταλεί

Προειδοποίηση
Προειδοποίηση
Προειδοποίηση
Προειδοποίηση
Προειδοποίηση
Προσοχή!

                                                                  

                            Δημοσιογράφος – Msc Λαογράφος (Ε.Κ.Π.Α.)

Κατηγορίες:Greece, Greek IslandsΕτικέτες: , , , , , ,

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.