«Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος» διαπιστώνει ο σοφός λαός μας και αυτό ισχύει ακόμα και όταν ο όρος «νοικοκυριό» ξεφεύγει λίγο από τα όρια του αναμενόμενου και αφορά σ’ ένα ολόκληρο νησί, όπως η Κέρκυρα -ή και οποιοδήποτε άλλο βεβαίως- και «νοικοκύρηδες» είναι το σύνολο των ντόπιων, οι οποίοι είναι πάντοτε οι πλέον αρμόδιοι για να μας υποδείξουν την καλύτερη παραλία για μπάνιο, το καλύτερο σημείο με θέα για τις ωραιότερες φωτογραφίες μας και φυσικά τα καλύτερα στέκια για φαγητό, γλυκό, καφεδάκι ή ποτό. Ένα ηλιόλουστο Σάββατο, λοιπόν, κατά τη διάρκεια της πρόσφατης επίσκεψής μας στην Κέρκυρα, το αφιερώσαμε σε ένα γαστρονομικό σαφάρι αναζήτησης γευστικών θησαυρών, με οδηγούς τους ειδήμονες, τους μόνιμους κατοίκους της. Το ραντεβού δόθηκε το πρωί, στην πλατεία Βραχλιώτη, όπου και συναντηθήκαμε με τον Σπύρο Σπαή, δραστήριο επιχειρηματία του νησιού, μέλος του Δ.Σ. του Επιμελητηρίου Κέρκυρας και εκπρόσωπο του Επιμελητηριακού Οργανισμού Ανάπτυξης Ελληνικών Νήσων (Ε.Ο.Α.Ε.Ν.). Ο Σπύρος όντας ένας από τους ελάχιστους Κερκυραίους, που γνωρίζαμε πριν την άφιξη μας στο νησί, επωμίσθηκε τον ρόλο του ξεναγού μας σε διαδρομές, που μόνοι μας δεν θα μπορούσαμε σε καμία περίπτωση να ανακαλύψουμε και φυσικά δεν εννοώ μόνο το κομμάτι της εξερεύνησης του τόπου, αλλά κυρίως τα γαστρονομικά μυστικά του.

Η πλατεία Βραχλιώτη, επί της οδού Μιχ. Θεοτόκη, σηματοδοτείται από την Στέρνα Βραχλιώτη, που αποτελεί αντίγραφο αντίστοιχης ενετικής. Εδώ, το πρωί του Μ. Σαββάτου και μετά την ολοκλήρωση του διάσημου εθίμου με τους «μπότηδες», πραγματοποιείται το έθιμο με το «μαστέλο», ένα ξύλινο βαρέλι γεμάτο νερό, το οποίο οι Φακίνοι, οι παλιοί αχθοφόροι της πόλης, τοποθετούσαν στην πλακόστρωτη πλατεία, ζητώντας από τους διερχόμενους να ρίξουν μέσα νοµίσµατα κάνοντας ευχές. Μετά την πρώτη Ανάσταση, έπρεπε να βρουν και να ρίξουν στο βαρέλι κάποιον, ο οποίος τελικά αποδεικνυόταν όχι και τόσο άτυχος, μιας και μαζί με το κατάβρεγμα κέρδιζε και όλα τα νομίσματα που περιείχε το «μαστέλο»!

Πολύ κοντά εδώ, επί της οδού Μ. Θεοτόκη, βρίσκεται και το «Caffe Piazza», η πρώτη μας στάση για το ωραιότερο καφεδάκι της πόλης, το οποίο απολαμβάνουν ντόπιοι και ψαγμένοι επισκέπτες της, καθώς και ένα πλήρες πρωινό, με ολόφρεσκους χυμούς, απλό σάντουιτς ή club και φρεσκοκομμένες σαλάτες για ένα δυναμωτικό ξεκίνημα της μέρας τους.

Η παρέα που απολαμβάνει το καφεδάκι της αποτελείται από (εξ αριστερών): τον Δημήτρη Γιούργα, ιδιοκτήτη του «Caffe Piazza», αλλά και του Ristorante Ιtaliano «Artisti», τον Σπύρο Σπαή, την υπογράφουσα και τον διευθυντή των εκδόσεων «Ταξιδεύοντας στο Αιγαίο και το Ιόνιο» Βασίλη Τσούνη.
Τα καλύτερα όμως έρχονται όταν οι ώρες του πρωινού παρέρχονται! Τα μεζεδάκια που σερβίρονται εδώ είναι τα πιο μερακλίδικα, όπως με θέρμη καταθέτει ο Σπύρος και ακολουθούν πάντα και μόνο τα μονοπάτια της σπιτικής μαγειρικής, όπως μας διευκρινίζει ο Δημήτρης. Για του λόγου το αληθές! Μοσχαράκι ψητό στην κατσαρόλα, σιγομαγειρεμένο και ελαφρά τσιγαρισμένο. Σπλήνα γεμισμένη με μαϊντανό, σκορδάκι και μπόλικο αλατοπίπερο -όπως ταιριάζει σε κάθε κρασομεζέ που σέβεται τον εαυτό του-, η οποία στη συνέχεια αρχικά τηγανίζεται, σβήνεται με κρασάκι και τελικά μπαίνει στον φούρνο προκειμένου να ολοκληρωθεί το μαγείρεμά της. Και μόνο το άκουσμά της συνταγής τρελαίνει τους σιελογόνους αδένες μας! Μάγουλα μοσχαρίσια στη λαδόκολλα με φρέσκο βουτυράκι και μπόλικο πεκορίνο. Και τέλος, τι άλλο, μια περιποιημένη παστιτσάδα με μοσχαρίσια ουρά παρακαλώ! Στην επόμενη επίσκεψή μου στην Κέρκυρα βέβαιο είναι ότι δεν θα πάω στο «Caffe Piazza» για καφέ ή τουλάχιστον όχι μόνο για καφέ!

Αδιάψευστο τεκμήριο η φωτογραφία του Σπύρου, από το προηγούμενο μόλις βράδυ! Στην υγειά σας βρε παιδιά!
Είπαμε ότι το να ακολουθήσεις τα βήματα των ντόπιων είναι εκ των ων ουκ άνευ αν θέλεις να αποκρυπτογραφήσεις την ταυτότητα ενός τόπου και να αποκωδικοποιήσεις τα μυστικά του. Κάτι λοιπόν, που δεν θα μαθαίναμε ποτέ, αν δεν είχαμε Κερκυραίο ξεναγό -εν προκειμένω τον καλό φίλο Σπύρο-, είναι ότι η περιοχή που συναντήσαμε λίγα μόλις μέτρα μετά το «Caffe Piazza», εκεί ακριβώς όπου βρίσκεται ο Ι.Ν. των Αγίων Βασιλείου και Στεφάνου, ονομάζεται Πίνια, δηλαδή «Κουκουνάρα», εκ του Ιταλικού Pigna, μιας και ο καρπός αυτός θεωρούνταν σύμβολο αφθονίας και ευφορίας για τους Ενετούς. Σήμερα, εάν είσαι πολύ προσεκτικός παρατηρητής -ή συνοδεύεσαι από ντόπιο- θα δεις τρεις εναπομείνασες κουκουνάρες.

Η μία είναι ζωγραφισμένη στην γωνία του κτηρίου της φωτογραφίας, στην ευθεία της δεύτερης σειράς παραθύρων, μέσα σε λευκό κύκλο.

Την δεύτερη, την μεταλλική, θα την δείτε να κρέμεται αν σηκώσετε το κεφάλι σας ψηλά…

…ενώ η τρίτη βρίσκεται εντός της creperie «Κουκουνάρα» και είναι ακριβώς αυτή που με υπερηφάνεια μας επιδεικνύει ο ιδιοκτήτης του καταστήματος, διευκρινίζοντάς μας ότι ο εντυπωσιακός καρπός προέρχεται από τα δάση του Καναδά.
Επόμενη στάση μας το παραδοσιακό εστιατόριο «Ρουβάς», που λειτουργεί από το 1937 και τιμά την ελληνική κουζίνα με μια μεγάλη ποικιλία από μαμαδίστικα μαγειρευτά, αποτελώντας το απόλυτο must για τους Κερκυραίους όταν θέλουν να γευματίσουν εκτός σπιτιού, μετά από τη δουλειά ή τα ψώνια στην κοντινή αγορά. Αυτή ακριβώς η γειτνίαση με την Λαϊκή Αγορά είναι που φέρνει στις κατσαρόλες του «Ρουβά» ό,τι πιο φρέσκο κυκλοφορεί, όχι μόνο σε κρεατικά και λαχανικά, αλλά και σε ψαρικά ή θαλασσινά. Οι αδελφοί Σταμάτης και Βασίλης (μέλος του Σωματείου Εστιατόρων Κέρκυρας και του Δ.Σ. της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εστιατόρων και Συναφών Επαγγελμάτων) παρέλαβαν την σκυτάλη της παράδοσης από τον πατέρα τους Σπυρίδωνα Βασιλάκη και συνεχίζουν με μεράκι και πάθος, μη απογοητεύοντας ποτέ τους πολυπληθείς τακτικούς επί δεκαετίες πελάτες τους, αλλά βεβαίως και τους ολίγων ημερών επισκέπτες του νησιού, που έρχονται και ξανάρχονται όχι μόνον λόγω της ποιότητας του φαγητού, αλλά και του εξαιρετικά φιλικού και καθόλου επιτηδευμένου περιβάλλοντος. Όλα αυτά τα στοιχεία προφανώς εκτίμησε και ο διάσημος Άγγλος chef, συγγραφέας βιβλίων μαγειρικής και τηλεπαρουσιαστής αντίστοιχου περιεχομένου εκπομπών, Rick Stein -το πραγματικό του όνομα είναι Christopher Richard-, ο οποίος εκφράστηκε με τα πλέον εγκωμιαστικά σχόλια για το συγκεκριμένο εστιατόριο, όταν επισκέφθηκε την Κέρκυρα στο πλαίσιο των γυρισμάτων για την εκπομπή του Mediterranean Escapes,

Η είσοδος του εστιατορίου επί της Σταματίου Δεσύλλα 13, στο κέντρο της πόλης της Κέρκυρας.

Το εστιατόριο «Ρουβάς» βρίσκεται σε ένα δρομάκι του κέντρου, και έχει μια εντελώς δική του «φυσιογνωμία», ένα δικό του χρώμα αυθεντικότητας…

…και προσφέρει γνήσια ελληνική κουζίνα, με κύριο προσόν την γεύση και τα ποιοτικά υλικά της και όχι τα περιττά «φτιασίδια», όπως περίτρανα καταμαρτυρεί και η φωτογραφία. Το μενού περιλαμβάνει όλες τις εμβληματικές συνταγές της κερκυραϊκής και ελληνικής κουζίνας, όπως επίσης πίτσες, ελληνικές σαλάτες, μεζέδες και διάφορα πιάτα ζυμαρικών. Μην χάσετε με τίποτα το φανταστικό ψητό της κατσαρόλας.

Το πάθος για το καλό φαγητό, το ειλικρινές «νοιάξιμο» για τον πελάτη και η ιδιαίτερη προσοχή σε κάθε λεπτομέρεια χαρακτηρίζουν όλα τα μέλη της οικογένειας Βασιλάκη. Εδώ ο Σταμάτης με δύο από τα πιο χαρακτηριστικά πιάτα της κερκυραϊκής κουζίνας….

…την παστιτσάδα...

…και το σοφρίτο.

Η γράφουσα με τον Σπύρο Σπαή και τον Βασίλη Βασιλάκη εν ώρα γαστριμαργικής ευωχίας.

Βασίλης Τσούνης και Σπύρος Σπαής συνελήφθησαν «άνωθεν», να επιτίθενται στην παστιτσάδα!
Λίγα χιλιόμετρα δυτικά της πόλης βρίσκεται ο επόμενος σταθμός του ολοήμερου γαστρονομικού μας «σαφάρι» στην Κέρκυρα. Το χωριό Κομπίτσι δεν φημίζεται μόνο για την εκπληκτική θέα του προς τον Πέλεκα και τη λιμνοθάλασσα Χαλικιόπουλου, αλλά και για το μοναδικού φυσικού κάλλους ομώνυμο δάσος Κομπιτσίου, με πλούσια χλωρίδα που κυριαρχείται από κουκουναριές και καστανιές, καθιστώντας το ιδανική επιλογή για έναν ονειρεμένο περίπατο στα σκιερά μονοπάτια του. Αφού θαυμάσετε, λοιπόν, τα φυσικά αξιοθέατα της περιοχής και πραγματοποιήσετε μια επίσκεψη στο ίδιο το χωριό, προκειμένου να δείτε την μπαρόκ ενετική βρύση Κομπιτσίου, αλλά και το αρχοντικό της οικογένειας ευγενών Κομπίτσι, προς τιμήν των οποίων ονοματοδοτήθηκε το χωριό, έρχεται πλέον η στιγμή που πρέπει κανείς να βάλει κάτι στο στόμα του. Όχι όμως ότι κι ότι, γιατί η βόλτα σε ένα παρθένο τόπο, απαιτεί και τις ανάλογες γεύσεις για να ολοκληρωθεί σωστά. Γεύσεις όχι απλά παραδοσιακές και παρασκευασμένες με αγνές, ντόπιες πρώτες ύλες, αλλά κυριολεκτικά μαμαδίστικες, από τα χέρια μιας γυναίκας μερακλούς, που μαγειρεύει για τους πελάτες της, όπως ακριβώς για τα παιδιά και τον άνδρα της.

«ΜΠΡΟΥΣΚΟ στο Κομπίτσι» ιδιοκτησίας της οικογένειας Στέφανου και Νϊκης Σπάτουλα.
Ακόμα και η λέξη πελάτες χάνει την σημασία της εδώ στο «ΜΠΡΟΥΣΚΟ στο Κομπιτσι» -γιατί περί αυτής της παραδοσιακής ταβέρνας μιλάμε- μιας και η ατμόσφαιρα είναι άκρως οικογενειακή και το μαγαζί πάντοτε γεμάτο με φίλους των ιδιοκτητών και τακτικούς πελάτες χρόνων, οι οποίοι αναζητούν τα εκλεκτά και καθημερινά εναλλασσόμενα πιάτα που βγάζει η κουζίνα της Νίκης, ανάλογα με τα διαθέσιμα προϊόντα. Ό,τι και να διαλέξεις, από τις απλές τηγανητές πατάτες και τις φρεσκοκομμένες σαλάτες έως τα «δύσκολα» πιάτα με κυνήγι όλα έχουν την σφραγίδα του ανθρώπου που ξέρει ότι στο φαγητό η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά! Η Νϊκη Σπάτουλα δεν είναι από τους ανθρώπους που κρατά κρυμμένα τα μυστικά της κουζίνας της, αλλά -μεταξύ μας- δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι ακόμα κι αν τα εφαρμόσουμε κατά γράμμα θα επιτύχουμε το αυτό αποτέλεσμα, γιατί το μεγαλύτερο μυστικό στην μαγειρική είναι τελικά η εμπειρία και η αγάπη γι’ αυτό που κάνεις!

Η σάλα του «Μπρούσκου» απλά και όμορφα στολισμένη σαν την σάλα ενός σπιτιού που περιμένει φίλους!

Η εκπληκτική κοτόπιτα της Νίκης.
Η κοτόπιτα αυτή, που μπορεί εκ πρώτης όψεως να σας φαίνεται απλή, απαιτεί συγκεκριμένες λεπτομέρειες κατά την εκτέλεση της συνταγής. Καταρχάς αυτό το λεπτότατο φύλλο είναι χειροποίητο, φτιαγμένο με αλεύρι, βεβαίως, στο οποίο προσθέτουμε και λίγο ξύδι, εκτός από την μαγιά και το αλατάκι. Ζυμώνουμε και το αφήνουμε να ξεκουραστεί για λίγο. Στο μεταξύ βράζουμε και ξεκοκκαλίζουμε το κοτόπουλο, και το ρίχνουμε στην κατσαρόλα μας μαζί με κρεμμυδάκι φρέσκο και ξερό, αλλά και πολύχρωμες πιπεριές. Ακολουθούμε την διαδικασία τσιγαρίσματος έως ότου τα λαχανικά μας μαραθούν και πάρουν όλα τα υλικά όμορφο, ξανθό χρώμα. Πριν αποσύρουμε από την φωτιά προσθέτουμε στην κατσαρόλα μαϊντανό, άνιθο, αλατοπίπερο και δύο φλιτζάνια τριμμένη γραβιέρα ή κεφαλογραβιέρα (οπωσδήποτε ένα πικάντικο τυρί). Στρώνουμε στο ταψί μας 6 λεπτά φύλλα λαδώνοντας το καθένα ξεχωριστά, ρίχνουμε την γέμισή μας και σκεπάζουμε με άλλα 6 φύλλα, πάντοτε με λαδάκι ανάμεσά τους. Ψήνουμε στους 180 βαθμούς (ο φούρνος πάνω-κάτω) για μία περίπου ώρα, ώστε να ξεροψηθούν τα φύλλα.

Το πιο υπέροχο γιουβέτσι που έχω δοκιμάσει τα τελευταία πολλά χρόνια, με ζυγούρι που έχει βραστεί πριν μπει στο φούρνο. Μυστικό νοστιμιάς το χοντροκομμένο κρεμμύδι, που διακρίνεται και στην φωτογραφία.
Όμως το συγκλονιστικότερο πιάτο που δοκιμάσαμε ήταν αναμφισβήτητα το κοκκινιστό ψάρι με τα μακαρόνια του. Εγώ θα το χαρακτήριζα ως ένα «πάντρεμα» των δύο εμβληματικών συνταγών της κερκυραϊκής κουζίνας, της παστιτσάδας και του μπουρδέτου, αν και αυτό είναι κάτι τελείως διαφορετικό και συγχρόνως μοναδικό σε σύλληψη, εκτέλεση και νοστιμιά! Ευκαιρίας δοθείσης να πούμε ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες της Νίκης, το μπουρδέτο χρειάζεται πολύ σκόρδο και πολύ κοκκινοπίπερο, τόσο που το φαγητό μοιάζει σαν κοκκινιστό χωρίς να περιέχει ίχνος ντομάτας.

Μπακαλιάρος κοκκινιστός με τα μακαρόνια του δια χειρός της Νίκης. Αξεπέραστο και δυσεύρετο! Μην το χάσετε, όπως και την παστιτσάδα της. Την κάνουν όλοι αλλά δεν είναι παντού η ίδια!

Το όνομα του μαγαζιού προέρχεται ακριβώς από αυτό το υπέροχου χρώματος μπρούσκο κρασί, το οποίο παράγει η ίδια η οικογένεια Σπάτουλα, ακολουθώντας κατά γράμμα την παραδοσιακή μέθοδο οινοποίησης και χρησιμοποιώντας τις τοπικές ποικιλίες κακοτρύγι, μαρτζαβί και σκοπελίτικο.

Απαρτία των «επιμελητηριακών» εκπροσώπων της Κέρκυρας. Από αριστερά ο Σπύρος Σπαής, Μέλος του Δ.Σ. του Επιμελητηρίου Κέρκυρας και εκπρόσωπος του Επιμελητηριακού Οργανισμού Ανάπτυξης Ελληνικών Νήσων (Ε.Ο.Α.Ε.Ν.), ο ασφαλιστής Στέφανος Μέξας, Μέλος του Επιμελητηρίου Κέρκυρας και του Περιφερειακού Επιμελητηριακού Συμβουλίου Ιονίων Νήσων και ο Στέφανος Σπάτουλας, Μέλος του Επιμελητηρίου Κέρκυρας και της Αναπτυξιακής Εταιρείας του Επιμελητηρίου, αλλά και Πρόεδρος της Τοπικής Κοινότητας Κομπιτσίου. Η καλύτερη παρέα, αλλά κυρίως οι καλύτεροι ξεναγοί στον χώρο, τους ανθρώπους του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.

Πριν επιστρέψουμε στην πόλη μία στάση στο «βασίλειο» του Σπύρου Σπαή, μία εξαιρετικού εύρους επιχείρηση δώρων και αξεσουάρ, μια πραγματική Giftland-Μagicland θα έλεγα εγώ, απ’ όπου δεν λείπουν ούτε τα καλά βιβλία, όπως το εικονιζόμενο -στα χέρια εμού και του Σπύρου-, «Τα παραμύθια του Οσελότου».
Στον δεύτερο συλλογικό τόμο «Παραμύθια του Οσελότου», ο μικρός αναγνώστης θα διασκεδάσει, θα παίξει, θα ταξιδέψει σε τόπους μακρινούς, θ’ αποκτήσει γνώσεις, θα αναρωτηθεί για τη φιλία, τη συλλογικότητα, τη διαφορετικότητα και τα ανθρώπινα συναισθήματα. Θ’ ανακαλύψει επίσης μερικές σύγχρονες εκδοχές της αιώνιας μάχης μεταξύ της αρετής και της κακίας. Η συγκεκριμένη συλλογή περιλαμβάνει δεκαεννιά σύγχρονα παραμύθια Ελλήνων συγγραφέων και, επιπλέον, ένα συμβολικό παραμύθι με θέμα τη συναισθηματική νοημοσύνη και τους κοινωνικούς ρόλους, σε μετάφραση από τα αγγλικά, του Αμερικανού ψυχαναλυτή Claude Steiner. Τα είκοσι παραμύθια του τόμου ζωντανεύουν μέσα από τις εικόνες που φιλοτέχνησαν έξι σύγχρονοι Έλληνες εικονογράφοι, ο καθένας με το δικό του ύφος και στιλ. Μία συλλογή φτιαγμένη με κέφι, που στοχεύει στην καλλιέργεια των αναγνωστικών δεξιοτήτων και την ανάπτυξη του καλλιτεχνικού αισθητηρίου για παιδιά ηλικίας 3-12 ετών.

Στο πανέμορφο Λιστόν, το πλέον εμβληματικό τοπόσημο της πόλης της Κέρκυρας, κάνουμε την τελευταία στάση του σημερινού μας οδοιπορικού.

Εδώ βρίσκεται η Cafeteria-Gelateria «Σπαθής», μία από τις γνωστότερες και ιστορικότερες στην Κέρκυρα, την οποία επιλέγουν μετά μανίας ντόπιοι και επισκέπτες, διότι πέραν των λοιπών προσόντων της, προσφέρει και μία σχετική ησυχία, ευρισκόμενη προς το άκρο της διάσημης περιοχής και της αναπόφευκτης λαοπλημμύρας που την κατακλύζει καθημερινά.

Η σύνθεση της συντροφιάς μας παραμένει η ίδια -εδώ ο Στέφανος Μέξας και ο Σπύρος Σπαής-…

…με την συμμετοχή όμως πλέον και της επίσης καλής φίλης και δραστήριου μέλους του Δ.Σ. του Επιμελητηρίου Κέρκυρας, της Έλενας Καρούμπη (άκρο δεξιά),

Στον «Σπαθή», λοιπόν, παρά το γεγονός ότι ο κατάλογός του είναι γεμάτος με εξαιρετικές προτάσεις παγωτών και γλυκισμάτων κάθε είδους, αλλά και όλων των λοιπών που αναμένει κανείς επισκεπτόμενος μία καφετέρια-gelateria, εμείς περιοριστήκαμε σε απλά καφεδάκια -εξαιρετικά και αυτά ομολογουμένως-, διότι ο σκοπός της επίσκεψής μας εδώ ήταν κυρίως η γευσιγνωσία τοπικών προϊόντων -με πρωτοβουλία πάντα των φίλων μας τους οποίους και ευχαριστούμε θερμά- και η φωτογράφησή τους με φόντο το Λιστόν. Στην φωτογραφία η διάσημη Τσιτσιμπύρα Χειμαριός!
Η τσιτσιμπύρα «gingerbeer», ένα από τα πιο γνωστά παραδοσιακά Κερκυραϊκά προϊόντα, έγινε γνωστή από τους Βρετανούς το 1860 και ενώ το νησί βρισκόταν υπό Βενετική κυριαρχία. Πρόκειται για ένα αναψυκτικό που δεν περιέχει συντηρητικά και έχει μια εξωτική πιπεράτη γεύση, που προέρχεται από το τζίντζερ. Το προϊόν παράγεται αποκλειστικά στην Κέρκυρα από το 1860 μέχρι και σήμερα. Στην αρχή έγινε τόσο δημοφιλές στους ντόπιους που ακόμη και μετά την ένωση του νησιού με την Ελλάδα συνεχίστηκε η παραγωγή του. Ενδεικτικός ο χαρακτηρισμός της τσιτσιμπύρας ως «ποτού των βασιλιάδων». Η συνταγή είναι καλά φυλαγμένη από την οικογένεια Χειμαριού, στην οποία και κατέληξε στο πέρασμα των χρόνων από γενιά σε γενιά. Σήμερα το προϊόν παράγεται από τον Γεώργιο Χειμαριό, ο οποίος έχει αναλάβει τα ηνία από το 1975. Η τσιτσιμπύρα φτιάχνεται από τζίντζερ, φρέσκο λεμόνι, νερό και ζάχαρη, χωρίς πρόσθετα και συντηρητικά. Δεν περιέχει αλκοόλ, ανήκει στην ευρεία κατανάλωση των αναψυκτικών, έχει ευεργετική επίδραση στον οργανισμό και έχει βραβευθεί 4 φορές ως προϊόν, αλλά και ως επιχείρηση σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.

Τα κουμ κουάτ, τα χρυσά μικροσκοπικά πορτοκάλια της Ανατολής, μεταφέρθηκαν το 1860 στο νησί, ευδοκίμησαν κι έφτασαν σήμερα όχι μόνο να είναι το σήμα κατατεθέν της Κέρκυρας, αλλά να αποτελούν και προϊόν Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης.
Η γευσιγνωσία τοπικών προϊόντων ολοκληρώνεται με μερικά από τα διασημότερα τοπικά γλυκά της Κέρκυρας. Μαντολάτο με αμύγδαλο, λουκούμι με γεύση κουμ κουάτ και το ίδιο το κουμ κουάτ σε εκδοχή φρουί γλασέ, όλα από το εργοστάσιο «Μαυρομάτης Kumquat», που ιδρύθηκε το 1965 και είναι μια οικογενειακή επιχείρηση, με ειδίκευση στην επεξεργασία και εμφιάλωση του Kumquat σε γλυκά και λικέρ αντίστοιχα. Τέλος, οι μάντολες της Κερκυραϊκής Ποτοποιΐας Lazaris Distillery & Artisan Sweets, της οποίας οι ρίζες ανάγονται στο 1924, τότε που το φημισμένο κουμ-κουάτ, το μικροσκοπικό εσπεριδοειδές με το υπέροχο άρωμα, άρχισε να καλλιεργείται στο νησί της Κέρκυρας. Οι δύο αυτές εταιρείες αποτελούν ναυαρχίδες στην παραγωγή των προβεβλημένων αυτών τοπικών προϊόντων και ελπίζουμε ότι στην επόμενη επίσκεψή μας στην Κέρκυρα θα μπορέσουμε να επισκεφθούμε τους χώρους παραγωγής και πώλησης των ειδών τους, προκειμένου να σας ενημερώσουμε αναλυτικά. Προς το παρόν μία επίσκεψη στους ιστοτόπους τους μέσα από τα link που παραθέτουμε, θα σας πείσει για την ποιότητα, αλλά και την ποσότητα των πολλών και διαφορετικών ειδών που παράγουν. Εμάς πάντως μας έχουν σημαδέψει γευστικά!
Copyright ©Katerina Marinaki. All Rights Reserverd.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική του περιεχομένου του παρόντος web site με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια της κατόχου του Κατερίνας Μαρινάκη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Σχολιάστε